LYRIC
Ήπια τ’ αμίλητο νερό
να ξεδιψάσω να χαρώ
κι άμα μπορώ να μη σας πω
για όσα γραμμένα στο βυθό βρήκα …
βρήκα και μπερδεμένα φύκια, μια πνιγμένη αλήθεια
και μια νεράιδα αθάνατη που ολάκερη την ήπια.
Κοίτα, δεν είναι απλό το θέμα ούτε είναι παραμύθι·
θα τα πάρει το ποτάμι άμα θα μείνουν στίχοι.
Τύχη δεν έχει μεγάλη το θέμα, αφού έχει μπει στ’ αυλάκι,
παλιά ήταν σύννεφο, βροχή, τώρα νερό νεράκι
που ανηφορίζει το χώμα σ’ όποιου πληρώνει το στόμα
– ένα πετρέλαιο για τη δίψα δίχως χρώμα.
Μας το χουν κάνει γαργάρα γουλιά και μόκο
αν ξεπεράσεις τα λίτρα, ζητάνε τόκο στον τόκο,
με μετρήσεις για τα λάθη της φύσης σε ποσοστά
φιλανθρωπούν, προειδοποιούν και φλυαρούν σχετικά
πως το νερό μας τελειώνει κι έτσι το μέλλον ματώνει.
Μόνο αν πληρώνεις κάτι, λέει, το εκτιμάς· πάει και σώνει!
Γι’ αυτό, εμπόροι και τεχνοκράτες έχουν λύση:
αίμα από τη βρύση θα κυλήσει.
Ήπια τ’ αμίλητο νερό
μια εσύ και μια εγώ (ήπια κι εγώ…)
χόρεψα της βροχής χορό (και στον καιρό…)
και τα φορτώνω στον καιρό (όλα τα φορτώνω)
Κερνάν τ’ αμίλητο νερό
που δε μπορώ να μη το πιω,
θα ‘ναι της δίψας μου γραφτό
αν σε μια κουταλιά πνιγώ (τίποτα δε σώνω)
Κερνάν τ’ αμίλητο νερό σε μπάνικο μπουκάλι
εμφιαλωμένο το μέλλον μας χωρά σε φιάλη
κι είναι κομπίνα μεγάλη, ας μη το λέμε ανοιχτά,
ψιλά τα γράμματα, μα κάνει καλό στα νεφρά.
Είν’ το φετίχ του αθλητή και κάθε καταναλωτή,
για αδυνάτισμα fitness και με τη μόδα ασορτί,
προλαμβάνει ρυτίδες, τσεκαρισμένο.
Κάτι θα ξέρουν κι οι παπάδες το πουλάν αγιασμένο.
Στο μεταξύ, το κάθε τι ώσπου να μπει στο ράφι
πρέπει απ’ τ’ αμίλητο νερό τόνοι να πάνε στράφι.
Για κάθε αμάξι, κάθε μικροτσίπ, κάθε μπλουζάκι,
χρειάστηκε όλο το νερό απ’ το Ζαγόρι ως το Λουτράκι.
Παραπέρα, στου τρίτου κόσμου τ’ άδειο σκουτέλι
εκεί που ζουν και της δικιάς μας δίψας οι αγγέλοι,
επικαλούνται μόνιμα την ξηρασία·
λεηλασία, των πλουσίων ευαισθησία.
No comments yet