LYRIC
Ήταν μια μέρα απ’ αυτές που μια στο τόσο
η ζωή με βάζει τις αμαρτίες μου να πληρώσω
και να πάω για μια δουλειά στο κέντρο της Αθήνας
και κάπου εκεί ανάμεσα καφέ και γκρίνιας
άρχισα από παντού γύρω να μαζεύω εικόνες
χωρίς ροή, σκηνοθεσία και κανόνες (όπως:)
υστερικοί μαλάκες οδηγοί στην Πειραιώς
και σα να πήρα την Ψυτάλλεια μαζί μου είν’ ο ουρανός·
μπάτσοι σε πούλμαν στην Ομόνοια καρτέρι
να την πέφτουν σε πιτσιρίκες μέρα μεσημέρι·
να ψωνίζεται τραβέλι ξημερωμένο στο κέντρο
κάτω από ταμπέλα «πίτσα με το μέτρο»·
πωλητής σε δισκάδικο πιο πάνω απ’ την πλατεία
με μπλούζα «τη μουσική σκοτώνει η πελατεία»
και σε μια αφίσα ότι «η ζωή είναι παιχνίδι» από τη ΝΕΤ
το γαμημένο μου της ΕΡΤ ·
φασίστες και μπάχαλοι – άλλη πικρή ιστορία –
μαζεμένοι για την ίδια προς το γήπεδο πορεία·
πιο κάτω στο υπουργείο εργασίας και χαράς
μεταλλεργάτες απ’ το Πέραμα, καλός τσαμπουκάς·
και σε μια τράπεζα απέναντι από λύκειο υπό κατάληψη
ουρά οι καθηγητές για ανάληψη
και στο ταμείο ζωντανό είδα το φονιά του Τεμπονέρα
– εδώ μου χάλασε η μέρα.
Εκεί στο κέντρο μια παράξενη βόλτα
γεμάτη εικόνες κι αντιφάσεις.
Χάνεις το μέτρο, γίνεσαι πάλι όπως πρώτα
ή το βουλώνεις ή θες να ξεσπάσεις.
Και λακίζω αφού δεν ήξερα ας ρώταγα
Θα μπορούσα να κάτσω στ’ αυγά μου
Σας τη χαρίζω σ’ αυτή τη τρέλα δε χώραγα
φεύγω και τώρα σειρά μου…
Πήρα ένα ταξί δίπλα απ’ την γιάφκα στη Δαμάρεως
κι έφτασα στο κέντρο μέσω Πεδίου Άρεως.
Στο Σύνταγμα είχε γλέντι χωρίς βεγγαλικά,
μοιράζαν στους δασκάλους (τα ΜΑΤ) κλωτσές και χημικά·
σκυλοπόπ σουξεδάκια από ενός γραφείου τα ηχεία
αριστερού υποψηφίου για τη δημαρχεία·
ξέπλυμα ψήφου μπλε, κόκκινοι και πράσινοι κόκκοι
δημοκρατία σε Grand Cherokee.
Δίπλα ένα βαν καμένο, από κανάλι,
έγινε στάχτη από μολότοφ σε κοκακόλας μπουκάλι·
στο Ζάππειο εν ώρα δεξιώσεως ρουτίνας
ξεκινούσε κάποιος άνεργος απεργία πείνας.
Κι εγώ για να γλιτώσω τα δρώμενα του σπαραγμού,
βρέθηκα άθελά μου στο χείλος της Ερμού
όπου δυο μοντέλες ανορεξικές σαν τη κατάρα
μαλλιοτραβιούνται για ένα μπολερό από το Zara.
Εδώ ο κόσμος καίγεται – το υπόλοιπο δε λέγεται –
θέλει τον κολαούζο του το χωριό, μου φαίνεται.
Και πριν μας βγάλεις τ’ όνομα βγάλε μας το μάτι
είναι εξίσου με τ’ άλλα σοβαρό το κομμάτι.
Εκεί στο κέντρο μια παράξενη βόλτα
γεμάτη εικόνες κι αντιφάσεις.
Χάνεις το μέτρο, γίνεσαι πάλι όπως πρώτα·
ή το βουλώνεις ή θες να ξεσπάσεις.
Και λακίζω, αφού δεν ήξερα ας ρώταγα.
Θα μπορούσα να κάτσω στ’ αυγά μου.
Σας τη χαρίζω, σ’ αυτήν τη τρέλα δε χώραγα
φεύγω, κι ας είναι εδώ η γειτονιά μου.
No comments yet