LYRIC
Γεννήθηκα στην άκρη ενός λευκού κρεβατιού στην άκρη της πόρτας.
Μεγάλωσα στην άκρη μιας πόλης στην άκρη της χώρας.
Παιδί της κατηφόρας, και είναι οξύμωρο πολύ πως απ’την άκρη κατέληξα εδώ στο κέντρο της σκηνής.
Παραπονέθηκε η δασκάλα στην μάνα μου, λέει δεν ξέρει καν να κρατάει το μολύβι, τι θα κάνετε.
Και εκείνη κάθισε, και μου έμαθε ένα ένα αυτά τα γράμματα που αδιαφορώ για το αν θα καταλάβετε.
Ήμουν παιδί του κενού, το ψαλίδι μου έκοβε χαρτιά και τα έκανε κάστρα.
Με προστατεύανε απ’την φωτιά και τους εκάστοτε εχθρούς που φυλακίζανε την πριγκίπισσα με μάγια και καπνούς.
Θυμάμαι απογεύματα επώδυνα, σκασμένες μπάλες με τα ματωμένα γόνατα.
Γαμώ όσους λένε πως οι άντρες δεν κλαίνε φωνάζοντας είμαι παιδί με μάτια πρησμένα και κόκκινα.
Απ’την γωνιά της γειτονιάς σε κοιτούσα μικρο κορίτσι να γελάσουνε τα μάτια σου δεν θέλανε.
Αδιαφορία και έρωτες πλατωνικοί σχεδόν δεν ήξερα ποιες είναι και σίγουρα δεν με ξέρανε.
Χρόνια μετά είναι τόσο αστείο πως παρατηρεί τον κόσμο το παιδικό μου κρανίο.
Το σχολικό μου θρανίο δεν με κατάλαβε φίλε, για αυτό χάραξα πάνω του πως δεν ξέρω ποιος είμαι.
Δεν ξέρω ποιος είμαι.
Άλλη μια μέρα με αναζητώ.
Άλλη μια μέρα κυνηγητό σε αυτήν την ζούγκλα δίπλα μείνε (;)
Μήπως το όνομα μου θυμηθώ και σου το πω.
Είπα δεν ξέρω ποιος είμαι.
Άλλη μια μέρα με αναζητώ.
Άλλη μια μέρα κυνηγητό σε αυτήν την ζούγκλα δίπλα μείνε.
Μήπως το όνομα μου θυμηθώ.
Γεννήθηκα στην άκρη ενός λευκού δωματίου,και με παρατηρούσες πάντα με την άκρη του ματιού σου δεν με ξέχασες.
Για εσένα φύλαξα τα ποιο μεγάλα μάτια μου, να βλέπεις κάθε σπιθαμή του πόσο πολύ μου έλειψες.
Παραπονέθηκε η δασκάλα στην μάνα μου, λέει δεν ξέρει καν να κρατάει το μολύβι, τι θα κάνετε.
Περήφανος 15 χρόνια μετά η μαμά κατάλαβε πως τώρα το μολύβι μου δεν πιάνετε.
Είμαι παιδί του κενού, το παιχνίδι μου με τα χαρτιά που γίνανε κάστρα μου έδωσε οχυρά με γράμματα και στίχους γεμάτα.
Μεγαλωμένος και ζεστός μέσα σε κρύα στιχάκια.
Και είμαστε μόνοι ακόμα.
Μα ο κόσμος με λατρεύει τώρα.
Παρόλα αυτά έχω από εμένα πολλά παράπονα.
Είμαι κάτι παραπάνω απ’το να ζητάω τάλιρα απ’την μάνα μου και μούρη να πουλάω στα δωδεκάχρονα.
Ανοίγω την ντουλάπα να με κρίνετε.
Ανεβαίνω σ’αυτήν την σκηνή και ανοίγομαι.
Οι μαθητές μετά από εμένα στο σχολείο μου βρήκανε το θρανίο μου και ‘γράψαν πάνω Φθείρομαι.
Και όσα φοβήθηκες χθες.
Απόψε πέθαναν αστεία σαν τις πρώτες μου ελπίδες.
Μα ακόμα το χαρτί μου χτίζει ασπίδες.
Για αυτό χάραξα πάνω του πως δεν ξέρω ποιος είμαι.
Δεν ξέρω ποιος είμαι.
Άλλη μια μέρα με αναζητώ.
Άλλη μια μέρα κυνηγητό σε αυτήν την ζούγκλα δίπλα μείνε
Μήπως το όνομα μου θυμηθώ και σου το πω.
Είπα δεν ξέρω ποιος είμαι.
Άλλη μια μέρα με αναζητώ.
Άλλη μια μέρα κυνηγητό σε αυτήν την ζούγκλα δίπλα μείνε.
Μήπως το όνομα μου θυμηθώ.
Ποτέ δεν με πίστεψες ΜΑΛΑΚΑ, είχες εκείνη την πεποίθηση ότι έλεγα ότι έλεγα για πλάκα.
Ειλικρινά θα έμπαινα στο λύκειο μου κρατώντας το τελευταίο μου ραπ και δυο AK.
Για αυτό αδιαφορώ για μόδες.
Το ραπ που προωθείται και τις ψεύτικες σας κόντρες.
Είμαι περήφανος που θα έχω να λέω πως έδειξα στην χώρα ποιο είναι το ηχόχρωμα του κόμπλεξ.
Δεν ξέρω ποιος είμαι.
Άλλη μια μέρα με αναζητώ.
Άλλη μια μέρα κυνηγητό σε αυτήν την ζούγκλα δίπλα μείνε (;)
Μήπως το όνομα μου θυμηθώ και σου το πω
Είπα δεν ξέρω ποιος είμαι.
Άλλη μια μέρα με αναζητώ.
Άλλη μια μέρα κυνηγητό σε αυτήν την ζούγκλα δίπλα μείνε.
Μήπως το όνομα μου θυμηθώ.
No comments yet