LYRIC
Καλά κρασιά, μόνοι και καλοί μου γειτόνοι.
Το κακό ζυμώνεται, παλιώνει
στου μυαλού μας το ξέχειλο μικρό βαρέλι
ρίξαν μαγιά δαιμόνια κι αγγέλοι.
Eίχανε τρύγο και μαζεύαν με γέλια
σάπια τσαμπιά από της μνήμης τ’ αμπέλια
από γνωστή κόκκινη παλιά ποικιλία
που έχει στραγγίξει του μίσους η αιώνια αντλία.
Εδώ στα μέρη αυτά πολλών ήπιαμε λάθη,
από σκάρτα βαρέλια στυφό κατακάθι,
με το ζόρι βαρύ και γρήγορο μεθύσι
που έχουμε όλοι γλεντήσει και έχουμε όλοι πενθήσει.
Κάθε τσαμπί που κρεμότανε κοντά στο χώμα
από τσιμπήματα φιδιών άλλαζε χρώμα
και πότιζε φαρμάκι ως της ρίζας την άκρη,
κάθε ρόγα από τσαμπί πικρό γινότανε δάκρυ
για να θυμίζει πως κάτω απ’ το λιοπύρι
στης ιστορίας το μεγάλο βρώμικο πατητήρι
αν δεν πατήσεις με τα πόδια σου καλά,
άδικος κόπος, τα κρασιά θα βγουν θολά.
Γι’ αυτό καλοί μου και μόνοι γειτόνοι,
όποιος το στόμα βουλώνει, μάλλον ποτέ δε γλιτώνει,
βρίσκει το φίδι τη σκιά του για δροσιά
κι εκεί γεννάει – καλά κρασιά…
Γεννάει το φίδι αυγά ακόμα.
Γελάει που σε βρήκε λιώμα
κι έχει τη σκιά σου για δροσιά.
Γυρνάει, ξεθάβει το αίμα από το χώμα,
σου ράβει το μουδιασμένο στόμα
κι αν κλείσεις και τ’ αυτιά, καλά κρασιά.
Πάνω, λοιπόν, στην ατέλειωτη έκστασή σου,
σε πιάνει, γείτονα, η αρχέγονη έπαρσή σου.
Σκάβεις το χώμα να βγάλεις λίγο αίμα,
μα το ήπιε η γη και σου ‘φτυσε το ψέμα.
Ζήσε μ’ αυτό, γείτονα μου, φωνακλά,
κι αφού δειλιάζεις, χειρίσου το αν μπορείς καλά.
Μείνε μόνος σου στης λήθης σου το δώμα,
στάξε φαρμάκι πάνω στο μουδιασμένο σου στόμα,
κλέβε τσαμπιά από του χρόνου το κοφίνι –
το φίδι κλείνει τα μάτια για σένα και σ’ αφήνει
να κλαδεύεις τη ζωή σου με μανία
και να υπάρχεις μες στη δικιά σου τυραννία.
Υποχρέωση βγάλε για τα καμώματά του,
κάτσε και κλώσησε τ’ αυγά του,
δώσε τιμή, δώσε κι αξία,
γίνε θεός μ’ απόλυτη ανυπαρξία.
Άντε, ‘γεια μας, γείτονα παλικαρά μας,
παλιά ντρεπόσουν και δεν έτρεμες μπροστά μας.
τώρα το φίδι σου ‘κλεψε τη ζεστασιά
– τέλος κακό, καλά κρασιά.
No comments yet