LYRIC

Αν δε γνωρίζεις τη φωνή και το όνομά μας,
είμαστε ο νόμος των θεών, είμαστε οι ψίθυροι στο σύμπαν,
το σαράκι της γης -μας ξέρεις- κι ο πόνος της μάνας,
είμαστε οι άνθρωποι, είμαστε αυτοί που όσα είπαν,
τώρα είναι, μαζί μας μείνε, φίλε μη φεύγεις
δε σ’ αντέχουμε εχθρό μας, ούτε καν σα ξένο.
Το φόβο μας σ’ αφήνουμε ν’ αρμέγεις,
δε ξέρουμε τι είσαι, δε κάνεις τίποτα, γι’ αυτό κι είσαι το παν – φρένο
στον κόσμο βάζεις, για μια στιγμή μονάχα
και γι’ άλλα χίλια χρόνια πάλι αράζεις.
Εμείς ακάθεκτοι κι αδιάφοροι τάχα μου τάχα
κι εσύ μάλλον το διασκεδάζεις.
Με βρώμικα χέρια, κόψαμε κομμάτι απ’ την αλήθεια,
τα στομωμένα μας μαχαίρια στην άκρη κάπου αφήσαμε
με μια παγωμένη γουλιά που καιει τα στήθια
κατεβάσαμε όλα όσα δε ζήσαμε.
Νιώσαμε δίψα για αίμα στην ερημιά του θανάτου
κι έφτιαξε εικόνες ο νους μας, για να παίξει μαζί μας.
Τις προσκύνησε, κι ο τελευταίος από μας, με τη σειρά του
καμπούριασε το ήδη στραβό σκαρί μας.
Μ’ αναπηρία ευλογημένη και ιερή
γίναμε οι μάρτυρες σε μια μικρή συνομωσία
κρυφό κουσούρι και μιζέρια φανερή,
η πιο μεγάλη του κόσμου ανοησία.
Νόμοι θεών και των θνητών το αλάθητο,
δρόμοι αλλονών κόντρα στο σύμπαν το απάτητο,
κόμη αστεριών, φως ασταμάτητο
σκαρώνουν οι ανθρώποι μικρή συνομωσία.
Σημάδια των καιρών με φόβο αλλόκοτο, αμάθητο,
σωρηδόν καταπίνουν πόνο αμάσητο,
στη διαπασών μίσος ακράτητο,
η πιο μεγάλη του κόσμου ανοησία.
Για κάθε εχθρό που σκαρώσαμε, έναν όρκο προδώσαμε,
ένα θεό καταστρώσαμε, που σκοτώνει.
Για κάθε ωραία ιδέα, βρήκαμε πράξη ακραία,
με μια κατάρα πιο νέα, μείναμε μόνοι.
Βαφτίσαμε χώματα άγια, κι άλλα αφορίσαμε πάγια,
λύσαμε ξόρκια και μάγια, είμαστε οι άνθρωποι.
Λέξεις νεκρές και μεγάλες, μαρμαρωμένες αγκάλες,
κλώνοι σε γυάλες, οι ξεδιάντροποι.
Ήρθαμε, δέσαμε, πήγαμε, φύγαμε,
φίλε μου, ακούσαμε, μάθαμε , κι ό,τι κάναμε, το πάθαμε,
μαζέψαμε, και λυγίσαμε, γιατί βαρύναμε.
Είδαμε, τότε πιστέψαμε, ξεχάσαμε,
ματώσαμε – βουτήξαμε, πατώσαμε,
σπείραμε, οργώσαμε, νικήσαμε, χάσαμε,
πήραμε, δώσαμε, αρπάξαμε, πλύναμε, λερώσαμε,
γεννήσαμε, σκοτώσαμε και φτάσαμε
να γίνουμε ό,τι είπαμε, του κόσμου η πιο μεγάλη μαλακία
-δικαιολογία για τη θεια αδικία
που χρεώσαμε θυσία στην ιστορία.
Σπουδαία εφεύρεση η μετάνοια και στην πρώτη ευκαιρία
με κώνειο, με σταυρό ή με μια σφαίρα
κεράσαμε ψυχές υποκρισία.
Κάθε θρησκεία γεννιέται για να πεθάνει μια μέρα
σαν μια μεγάλη του κόσμου ανοησία

Added by

Fanis Fanisd

SHARE

ADVERTISEMENT

VIDEO