LYRIC
Σε βλέπω να τρέμεις και να χλωμιάζεις,
δαρμένες συλλαβές αδέξια γύρω ν’ αραδιάζεις,
λίγο-λίγο ν’ αδειάζεις από τα λόγια τα επιχρυσωμένα
ανάμεσα σε πυρά διασταυρωμένα.
Ξεφτισμένα ονείρατα, κουφάρια στυλωμένα,
μακριά από μένα της σιωπής τα περιμαζεμένα.
Από τα σωριασμένα ακούω στο μισοσκόταδο
τραγούδι ανοιχτόκαρδο, γεράκι στο λιόκλαδο
που αναπολεί τα πρότερα τ’ αλύγιστα,
τα λόγια τα μονάκριβα, τ’ αμεταχείριστα.
Τα όμορφα, είναι αθάνατα τα όμορφα
κι οι ασχήμιες στηριγμένες με σαπιόκαρφα.
Μιλάς γι’ αυτές, μου τις σερβίρεις γι’ αύριο•
με τη βλακεία εξημερώνεις κάθε άγριο
πουδραρισμένες φάτσες, αγάμητες κυράτσες,
καλλιτεχνάδες, διανοούμενους λινάτσες,
φουρκισμένα, μισοκαυλωμένα νιάτα,
φουσκωμένα κορμάκια, μικρά ανάλαφρα πιάτα.
Θάματα, μου λες για θάματα
σαν κηδεμόνας ναρκωμένος απ’ τα αγιάσματα.
Κυνηγός και δεσμοφύλακας μου τάζεσαι,
με κλειδώνεις, με κομματιάζεις, με μοιράζεσαι.
Μα ένα σου λέω και κράτα το –
συνομήλικος είναι ο φόβος με το θάνατο.
Αύριο – ό,τι κι αν πεις για το αύριο
πάλι θα ‘ναι σα ποίημα με λόγια αφηρημένα.
Αύριο – περιγραφή σε ναυάγιο
με τον καπετάνιο να ‘χει τα χέρια σταυρωμένα.
Αύριο – όποιον και να ‘χεις δίπλα σου άγιο,
δε σου βγάζει απ’ το κεφάλι ιδέα θαυματουργή.
Αύριο – ανηφορίζω και θα ζήσω το αύριο
σα να τραβάω μια γάζα απ’ την πληγή.
Αύριο – και μας τελειώσαν τα θάματα.
Κλειστά περάσματα, τσάμπα τ’ αγιάσματα
κι εσύ βρωμονιόβγαλτε κοιτάς κατάματα
τ’ ασάλευτα και τ’ αχάλαστα
που ο φόβος τα κρατάει μακριά – μην αγγίζεις –
προς τα πίσω μοναχά στα τυφλά να βαδίζεις,
μακριά από μένα ονείρατα ξεφτισμένα•
μακριά από μένα δανεικά ονείρατα ξεφτισμένα
Αύριο…
Θα ζήσω τ’ αύριο σαν να τραβάω μια γάζα απ’ τη πληγή.
No comments yet