LYRIC

Στα δύσκολα τα μόνα
πιάνομαι απ’ τον κανόνα
να νοιώσω λίγο εξαίρεση.
Αν βγάλω απ’ το χειμώνα
του φόβου μια σταγόνα,
πάλι δε βγαίνει η αφαίρεση.
Το άγνωστο με τρομάζει,
το σώμα μου σπαράζει,
γεμίζω μέλαινα χολή.
Το σύμπαν με μοιράζει,
βρήκε και κομματιάζει
– πόσο μου έλειψα, πολύ.
Μπόρα είναι θα περάσει,
όσο κι αν με κουράσει,
κάτι θα βγάλω κι απ’ αυτό.
Να έβρισκα έστω μια φράση,
ν’ άντεχε να μη σπάσει,
να την κρατήσω, να πιαστώ.
Από που να πιαστώ;
Τ’ αδέρφια μου τώρα σταυρώσαν τα χέρια.
Από που να πιαστώ;
Λες να ’φτασε η ώρα; Σβηστά τ’ αγιοκέρια.
Από που να πιαστώ;
Με σπρώχνει αυτή η νέκρα στο βάλτο ξανά να συρθώ.
Από που να πιαστώ;
Στα δύσκολα τώρα, τίγκα μιζέρια.
Από που να πιαστώ;
Ρε, τράβα προχώρα, τσάμπα τα νυχτέρια.
Από που να πιαστώ;
Στο κεφάλι μου, γύρισε η πέτρα που ’χα πετάξει πριν καιρό.
Στ’ ανήμπορα χαμένος,
ονειροπαγιδευμένος,
φως πίσω από τη συννεφιά.
Βαρύς και κυρτωμένος,
βουβός, ξεριζωμένος,
ν’ άντεχα λίγο συντροφιά.
Απ’ την καπνιά του χρόνου,
και τις βεργιές του πόνου,
ας μείνουν μνήμες μια αδραξιά.
Ήττα βαριά του φθόνου
και τ’ όφελος του μόνου
της ψυχής η αλλαξιά.
Κι όμως μπορεί ν’ αλλάξει.
Θέλει παρέα και νοιάξη
να φύγει η βαρυγκωμιά.
Κι αν το σηκώνει η φτιάξη,
μια νύχτα πριν χαράξει,
θα ‘χεις πατσίσει τη ζημιά.

Added by

PromoLyrics

SHARE

ADVERTISEMENT

VIDEO