LYRIC
Γκρίζο τοπίο, ένα θλιμμένο προσωπείο
Ένα γυμνό κορμί έξω στο δρόμο και ας κάνει κρύο
Κι ένα δάκρυ που στάζει για να με κάνει πιο οικείο
Με εκείνο το μικρό παιδί στο τελευταίο θρανίο
Θέλει να πει πολλά μα δε μιλάει
Έχει χιλιάδες παιχνίδια μα βλέπω πως δεν τα ακουμπάει
Θέλει να παίξει, μα κάτι μακρυά το κρατάει
κι όλα τα σπάει ψεύτικα σε όλους χαμογελάει
Οι ζωγραφιές του είναι η μόνη του παρέα
Μελανχολικές όμως τον κάνουνε να νιώθουνε ωραία
Ώρες πολλές βραδυνές με ένα κουτί ξυλομπογιές
Περνούσε απεικονίζοντας επάνω σε χαρτιά στιγμές
Στιγμές που δε μιλούσε για αυτές
γιατί ήδη ήξερε πως είναι να ξίνεις πληγές
και ότι του είχε απομείνει το χρειαζόταν συμπαγές
περνούσε το καιρό κουρνιασμένος σε αγκαλιές πρωινές
Ήταν η μόνη του ασπίδα οι μόνες λίγες ώρες που χαίρεται
Πραγματικά σου λέω πως τον είδα σαν να εμφανίζεται
κάποιος στην καταιγίδα να σου δίνει μια ομπρέλα
για να δεις πως τελικά υπάρχει ελπίδα
Όμως τα χρόνια περνούσαν και ο πιτσιρικάς μεγάλωνε
αντιδραστικός γινότανε και με όλους πάντα μάλωνε
Η μελανχολία του μετατρεπόταν σε θυμό
κι αφού η ζωή ήταν σκληρή έπρεπε να ‘ναι κι αυτούς
Στο σχολείο ποτέ δεν έδινε βάση
κι ας ήξερε όσα ξέραν όλοι χωρίς να διαβάσει
το μόνο που θυμάμαι πάντα να τον νοιάζει
στίχους να γράφει στα βιβλία η ώρα να περάσει
Έμπλεξε με αλητείες βρώμικες δουλειές
γήπεδα, ξύλα, ντρόγκια, καταχρήσεις και συναλλαγές
Πολλές μα ευτυχώς είχε το νου στις δικές του αντοχές
και ήξερε τι και πότε πρέπει να αφήσει στο χτες
Παρέες, ναι οι παρέες του πολλές ΄
μα λίγες κρατήσαν και βγήκανε αληθινές
και αυτή που αγαπήσανε από τα πάντα φίλε πιο πολύ
μέχρι και σήμερα είναι μαζί του και είναι η μουσική
Απλά κάτι για ‘μένα
Απλά κάτι από ‘μένα
Απλά κάτι
No comments yet